αναμελιά

αναμελιά
και ανεμελιά, η [ανάμελος]
αμέλεια, αδιαφορία, αφροντισιά, ατημελησία, ξενοιασιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναμελιά — η βλ. αμέλεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμελιά — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1922. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 13,7, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 9,5. O …   Dictionary of Greek

  • ανάμελος — και ανέμελος, η, ο αδιάφορος, αφρόντιστος, ατημέλητος, ξένοιαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα *, ανε * στερ. + μέλει. ΠΑΡ. αναμελεύω, αναμελιά, αναμελώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”